- αεροκοπανώ
- (-άω)βλ. αεροκοπανίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… … Dictionary of Greek
αεροκοπανίζω — και αεροκοπανώ αεροκοπάνισα, κοπανίζω αέρα, αερολογώ, μωρολογώ: Αεροκοπανούσε κάμποση ώρα, μα κανένας δεν τον πρόσεχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)